αδικημένος

αδικημένος
η , ο пострадавший от несправедливости

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αδικημένος" в других словарях:

  • αδικητός — ή, ό [αδικώ] αυτός που τόν αδίκησαν, που τόν ζημίωσαν, αδικημένος …   Dictionary of Greek

  • αδικογραμμένος — η, ο ο αδικημένος από την τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + γραμμένος] …   Dictionary of Greek

  • κολασμένος — η, ο [κολάζομαι] 1. αυτός που έχει καταδικαστεί μετά θάνατον σε αιώνια τιμωρία 2. αμαρτωλός, διεφθαρμένος, κακός, άσωτος («κολασμένη ψυχή») 3. ο δυστυχισμένος, ο ταλαιπωρημένος, ο αδικημένος, ο άθλιος («εμπρός τής γης οι κολασμένοι»). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • παρεξηγώ — έω και παραξηγώ και παραξηγάω / παρεξηγοῡμαι έομαι, ΝΜΑ (νεοελλ. το ενεργ., μσν. αρχ. το μέσ.) εξηγώ λανθασμένα, εννοώ εσφαλμένα, παρεννοώ, παρερμηνεύω (α. «παρεξήγησες τα λεγόμενά μου» β. «παρεξηγεῑσθαι τὸν Ἀριστοτέλην», Σιμπλίκ. Ουρ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • Τσέλιος, Δήμος — (Ζαβίτσα Ακαρνανίας 1785 – Αγρίνιο 1854). Στρατηγός του 1821, ο οποίος είναι γνωστός και με το όνομα Γεροδήμος ή Δημοτσέλιος. Πριν από την Επανάσταση ήταν κλεφταρματολός και σχετιζόταν με τον Κατσαντώνη. Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη αναδείχθηκε …   Dictionary of Greek

  • αδικούμαι — αδικούμαι, αδικήθηκα, αδικημένος βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αδικώ — αδίκησα, αδικήθηκα, αδικημένος, μτβ., κάνω αδικία, βλάφτω: Στη ζωή του αδίκησε πολλούς· αμτβ., είμαι άδικος: Όποιος λέει την αλήθεια δεν αδικεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόκληρος — η, ο 1. ο στερημένος από το δικαίωμα της κληρονομιάς: Από όλα τα παιδιά αυτός ήταν ο απόκληρος. 2. απόβλητος, παραπεταμένος, αδικημένος, άτυχος: Ανήκε κι αυτός στους απόκληρους της ζωής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»